χιλιοστόμετρο — το μονάδα μήκους ίση με το χιλιοστό του γαλλικού μέτρου, γραμμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλιοστομετρικός — ή, ό, Ν [χιλιοστόμετρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιλιοστόμετρο ή ο βαθμονομημένος σε χιλιοστόμετρα («χιλιοστομετρική κλίμακα») 2. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος κύματος είναι… … Dictionary of Greek
λευκοπενία — η 1. ιατρ. η παθολογική ελάττωση τού αριθμού τών λευκοκυττάρων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό όριο, που θεωρείται ότι είναι 5.000 λευκοκύτταρα ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος 2. φρ. «λοιμώδης λευκοπενία τής γάτας» (κτην.) μεταδοτική ασθένεια… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μιλιμέτρ — το μετρολ. μονάδα μήκους, με σύμβολο mm, που είναι γνωστή και ως χιλιοστόμετρο και είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] … Dictionary of Greek
ουδετεροπενία — η ιατρ. η ελάττωση τού απόλυτου αριθμού τών πολυμορφοπύρηνων ουδετερόφιλων λευκών αιμοσφαιρίων κάτω από 1.700 κατά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. γαλλ. neutropenie < λατ. neuter, tra, trum «ουδέτερος» +… … Dictionary of Greek
στρηπ — το, Ν άκλ. μετρολ. ολλανδική μονάδα μήκους, ισοδύναμη με 1 χιλιοστόμετρο … Dictionary of Greek
στριχ — το, Ν μετρολ. α) γερμανική μονάδα μήκους, ισοδύναμη με 1 χιλιοστόμετρο β) ελβετική μονάδα μήκους, ισοδύναμη με 0, 30 χιλιοστόμετρα … Dictionary of Greek
υπερλευκοκυττάρωση — και υπερλευκοκύτωση, η, Ν βιολ. παθολογική αύξηση τού αριθμού τών περιεχόμενων στο αίμα λευκοκυττάρων πάνω από 10.000 ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + λευκοκυττάρωση / λευκοκύτωση] … Dictionary of Greek